- μηνῶν
- μείςArs Prooem.masc gen plμήνηmoonfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μηνῶν — Μήνη moon fem gen pl Μηνᾶς masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
εξάμηνος — η, ο (AM ἑξάμηνος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος 2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή» «εξάμηνο περιοδικό») 3. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνα το μνημόσυνο που γίνεται έξι … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δεκάμηνος — η, ο (AM δεκάμηνος, ον) 1. διάρκειας δέκα μηνών («δεκάμηνος περίοδος») 2. ηλικίας δέκα μηνών («δεκάμηνα βρέφη») 3. γεννημένος μετά τη συμπλήρωση τού δέκατου μήνα τής κύησης 4. το ουδ. ως ουσ. δεκάμηνο, το χρονικό διάστημα δέκα μηνών αρχ. αυτός… … Dictionary of Greek
δεκατετράμηνος — η, ο 1. ηλικίας δεκατεσσάρων μηνών 2. διάρκειας δεκατεσσάρων μηνών 3. το ουδ. ως ουσ. δεκατετράμηνο χρονικό διάστημα δεκατεσσάρων μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. δεκατετράμηνον μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ειδοί — Ονομασία της 15ης ημέρας των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου και Οκτωβρίου και της 13ης όλων των άλλων μηνών, σύμφωνα με το ρωμαϊκό ημερολόγιο. Οι ε. είχαν σχέση με τον φωτεινό και ουράνιο χαρακτήρα του Δία, ήταν αφιερωμένες σε αυτόν και παρίσταναν … Dictionary of Greek
ενδεκάμηνος — η, ο (AM ἑνδεκάμηνος, ον) (για νεογνά ζώων) αυτός που γεννιέται μετά από κύηση ένδεκα μηνών νεοελλ. 1. αυτός που έχει ηλικία ένδεκα μηνών («ενδεκάμηνο βρέφος») 2. αυτός που διαρκεί ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη προθεσμία») 3. αυτός που χορηγείται για … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek